- σφυρηλάτηση
- Επεξεργασία με την οποία τα μέταλλα, αφού θερμανθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία, υποβάλλονται σε μια σειρά επανειλημμένων κρούσεων για να τους δοθεί η επιθυμητή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή πολύπλοκων κομματιών με πολλές προεξοχές και εσοχές, που δίνει μια χονδροειδή εικόνα της τελικής μορφής του κομματιού που πρόκειται να κατασκευαστεί, γι’ αυτό και σχεδόν πάντοτε υποβάλλεται, στη συνέχεια, σε κατεργασία με εργαλειομηχανές. Η θέρμανση του μετάλλου γίνεται συνήθως σε φούρνους που λειτουργούν με πετρέλαιο ή αέριο και η διάρκειά της πρέπει να είναι τόση, ώστε να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη διανομή της θερμοκρασίας στο εσωτερικό του κομματιού. Ειδική φροντίδα έχει καταβληθεί, ώστε η θερμοκρασία θέρμανσης του αντικειμένου που σφυρηλατείται, να μην επιτρέπει την τήξη του μετάλλου, που παραμένει με τη μορφή κολλώδους ουσίας. Το γεγονός περιορίζει την παραμόρφωση που θα μπορούσε να πάθει με τις διαδοχικές κρούσεις. Αλλ’ η θερμοκρασία δεν πρέπει να ξεπεράσει ένα όριο και για να μην παρατηρηθεί επικίνδυνη αύξηση των κρυστάλλων του μετάλλου. Για τους χάλυβες, η θερμοκρασία αυτή κυμαίνεται στους 900 - 950°C, ενώ για τα ελαφρά κράμματα, εκείνα δηλαδή στα οποία υπερέχει το αλουμίνιο, το όριο θέρμανσης είναι στους 450°C. Τα μηχανήματα που εκτελούν την επομένη επεξεργασία κρούσης και διαμόρφωσης ονομάζονται σφύρες και λειτουργούν με πεπιεσμένο αέρα ή και με ατμό. Σε ειδικές περιπτώσεις, η σφυρηλάτηση πραγματοποιείται με προοδευτική πίεση που ασκείται από υδραυλικά ή ατμοκίνητα πιεστήρια (πρέσες). Αν πρόκειται να σφυρηλατήσουμε αποκλειστικά ελαφρά κράμματα, χρησιμοποιούμε αποκλειστικά υδραυλικά πιεστήρια.
Σφυρήλατα αγγεία της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
* * *η / σφυρηλάτησις, -ήσεως, ΝΜ [σφυρηλατῶ]η ενέργεια τού σφυρηλατώ, σφυρηλασίανεοελλ.1. τεχνολ. διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση μετάλλων ή μεταλλικών κραμάτων, που επιτυγχάνεται με κρουστική ή πιεστική κατεργασία μεταξύ δύο εργαλείων, π.χ. σφύρας και άκμονος2. μτφ. διαμόρφωση, διάπλαση χαρακτήρα.
Dictionary of Greek. 2013.